αγκλιστήρι

αγκλιστήρι
και αγλιστήρι, το
η αγκλιά* (1).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. αντλητήριον. Ο μετασχηματισμός κατά τα παράγωγα των ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”